πούλια

πούλια
η
1. μικρή λαμπερή διακοσμητική πλακίτσα.
2. ως κύρ. όν., Πούλια ονομασία αστερισμού: Αυγερινός και Πούλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πούλια — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι πούλιες μικρά δισκία από λαμπερό μέταλλο που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση ενδυμάτων 2. (ως κύριο ον.) Πούλια κοινή ονομασία τού αστερισμού τών Πλειάδων («ο αυγερινός κι η πούλια, τ άστρα τής αυγής», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • Πλειάδες ή Πούλια — (Αστρον.). Αστρικό άθροισμα στον αστερισμό του Ταύρου, που αποτελείται από σημαντικό πλήθος αστέρων. Ένας παρατηρητής με κανονική όραση μπορεί να διακρίνει έξι, ο Οβίδιος όμως αναφέρει ήδη την παρουσία έβδομου αστέρα. Ένα άτομο με οξεία όραση… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Πουλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 395 μ., 70 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Πουλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 355 μ., 86 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Τα Κ.Π. βρίσκονται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 41 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας — Το πολυβραβευμένο αυτό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο Ν. Γουλανδρή, με στόχο την προώθηση των φυσικών επιστημών και την ευαισθητοποίηση του ανθρώπου στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στεγάζεται σε ιδιόκτητο… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”